- αμυγδαλάκι
- και μυγδαλάκι, το (υποκοριστικό τής λέξης αμύγδαλο)μικρό αμύγδαλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αθασούδι — το [αθάσι] μικρό αθάσι, μικρό αμύγδαλο, αμυγδαλάκι … Dictionary of Greek
αμυγδάλιον — ἀμυγδάλιον, το (Α) [υποκορ. τού ἀμυγδάλη] αμυγδαλάκι … Dictionary of Greek
αμυγδαλίτσι — ἀμυγδαλίτσι, το (Μ) [ἀμύγδαλον] αμυγδαλάκι … Dictionary of Greek
αμύγδαλο — και μύγδαλο, το (Α ἀμύγδαλον) ο καρπός τής αμυγδαλιάς αρχ. το δέντρο αμυγδαλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < Παράλληλος τ. τής λ. αμυγδάλη*. ΠΑΡ. αρχ. ἀμυγδαλώδης μσν. ἀμυγδαλίτσι νεοελλ. αμυγδαλάδα, αμυγδαλάκι, αμυγδαλάτος, αμυγδαλένιος, αμυγδαλικός,… … Dictionary of Greek
μυγδαλάκι — το βλ. αμυγδαλάκι … Dictionary of Greek